- αρμάθιασμα
- τό1) нанизывание; 2) образование рядов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρμάθιασμα — το [αρμαθιάζω] το να κάνει κανείς αρμαθιές … Dictionary of Greek
αρμαθιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος, φτιάχνω αρμαθιά: Εκείνο το καλοκαίρι είχαν ν αρμαθιάσουν πολλά καπνά. Ουσ. αρμάθιασμα, το ατος, ο σχηματισμός αρμαθιάς: Το αρμάθιασμα δεν είναι δύσκολη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορμάθιση — η [ορμαθίζω] σχηματισμός ορμαθού, το αρμάθιασμα … Dictionary of Greek
σπάγκος — ο και σπάγγος, ο (λ. ιταλ.) 1. λεπτό σχοινί: Αγόρασε σπάγκο για το αρμάθιασμα των φύλλων του καπνού. 2. μτφ., τσιγκούνης: Δε βγάζεις δεκάρα απ αυτόν το σπάγκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)